-
1 ησυχία
[исихиа] ουσ. Θ. тишина, мир.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ησυχία
-
2 покой
покой 1-я α.1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• κάλμα•вся природа в -е όλη η φύση ησυχάζει•
душевный покой ψυχική ηρεμία•
жить в -е ζω ήσυχα•
жить на -е ζω στην ησυχία μου (χωρίς φροντίδες)•
нарушать покой διαταράσσω την ησυχία•
оставьте меня в -е αφήστε με ήσυχο•
от мух -я нет δε βρίσκω ησυχία από τις μύγες•
больному необходим полный покой ο άρρωστος έχει ανάγκη από απόλυτη ησυχία.
2. παλ. θάλαμος, δωμάτιο.εκφρ.вечный покой – αιώνια ησυχία (για θάνατο)•жить (быть) на -е – παλ. δεν υπηρετώ,παρατήθηκα από την υπηρεσία•удалиться (уйти) на покой – αποσύρομαι αποτην εργασία ή την υπηρεσία (λόγω. γήρατος).покой 2-я α.1. παλαιά ονομασία του γράμμτος «П».2. ως επίρ. -ем παλ. σχήματος (για οικοδομή κ.τ.τ.). -
3 покой
покой м η ανάπαυση, η ησυχία; ему нужен \покой χρειάζεται ησυχία ◇ оставь меня в \покойе παράτα με* * *мη ανάπαυση, η ησυχίαему́ ну́жен поко́й — χρειάζεται ησυχία
••оста́вь меня́ в поко́е — παράτα με
-
4 угомон
-а α.ησυχία•от шалунов -у нет από τα άταχτα παιδιά ησυχία δε θα βρεις•
-возьми ησύχασε, κάνε ησυχία•
нет -у δεν υπάρχει ησυχία.
|| ανάπαυση, ξεκούραση•работает и -у не знает δουλεύει και ποτέ δεν ξεκουράζεται,.
-
5 покой
поко||й Iм ἡ ἡσυχία, ἡ ἡρεμία / физ. ἡ ἀκινησία:душевный \покой ἡ ψυχική ἡρεμία· не иметь \покойя δέν βρίσκω ήσυχία· нарушать \покой διαταράσσω τήν ήσυχία· не давать \покойя δέν ἀφήνω ήσυχο· оставить в \покойе ἀφήνω ήσυχο· ◊ уйти на \покой ἀποσύρομαι, παύω νά δουλεύω.поко||й IIм уст. (комната):богатые \покойи τά πλούσια διαμερίσματα· ◊ приемный \покой ἱατρείο παραλαβής ἀσθενών. -
6 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη. -
7 тихо
1. επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ.2. ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία• γαλήνη•стало, выступающий продолжал.... έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε....• на душе тихо ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη•
ветер перестал, стало тихо ο άνεμος σταμάτησε, έγινε ησυχία.
-
8 тишина
-ы θ.ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• σιγαλιά• κάλμα• σιγή•ночная тишина νυχτερινή ησυχία•
мртвая тишина νεκρική σιγή•
соблюдать -у τηρώ (κάνω) ησυχία.
|| μτφ. ψυχική γαλήνη. -
9 покой
1. мех. η αδράνεια, η ησυχία, η ηρεμία 2. физ. η ηρεμία, η ησυχία, η ακινησία 3. свз. η παύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покой
-
10 спокойствие
-
11 тише
-
12 тишина
тишина ж η ησυχία; η σιωπή* η γαλήνη (спокойствие)* * *жη ησυχία; η σιωπή; η γαλήνη ( спокойствие) -
13 затишье
затишьес1. ἡ γαλήνη, ἡ κάλμα, ἡ ἡσυχία:\затишье перед грозой ἡ γαλήνη πρίν ἀπ· τή θύελλα·2. перен ἡ κάλμα, ἡ ἡσυχία -
14 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
15 нарушить
-щу, -шишь ρ.σ.μ.1. (δια)ταράσσω χαλνώ•нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•
нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•
вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.
2. παραβιάζω•нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.
|| παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•нарушить закон παραβαίνω το νόμο•
нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.
|| διασαλεύω•нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.
3. καταστρέφω.διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
16 одолеть
ρ.σ.μ.1. υπερνικώ υπερισχύω.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) υπερβάλλω, υπερβαίνω.3. υπερέχω, υπερτερώ ξεπερνώ.4. με κυριεύει, με πιάνει•лень меня -ла μ έπιασε η τεμπελιά.
5. μτφ. ενοχλώ, δεν αφήνω σε ησυχία•мухи -ли οι μύγες δε μ άφησαν σε ησυχία.
εκφρ.- себя – συγκρατιέμαι, επιβάλλομαι στον εαυτό μου. -
17 спокойствие
-я ουδ.1. ησυχία, ηρεμία•воцарилось спокойствие βασίλευε ησυχία.
2. αταραξία, γαλήνη, τάξη•нарушение общественного -я διατάραξη της κοινής ησυχίας.
εκφρ.душевное – ψυχική γαλήνη. -
18 установить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•установить машину εγκατασταίνω μηχανή.
|| κανονίζω•установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.
|| αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).
|| συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.
3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•установить цену καθορίζω την τιμή•
установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.
4. επιβάλλω•установить тишину επιβάλλω ησυχία•
установить порядок επιβάλλω τάξη.
5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.
6. βλ. уставить (4 σημ.).1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•-лся обычай έγινε συνήθεια.
|| επικρατώ•-лся порядок επεκράτησε τάξη•
-лась тишина επεκράτησε ησυχία.
|| σταθεροποιούμαι•погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.
|| μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).
3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•
голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.
4. βλ. уставиться (4 σημ.). -
19 успокоение
1. (действие) η καθησύχαση, ο καθησυχασμός, ο κατευνασμός 2. (состояние) η ηρεμία, η ησυχία 3 (колебаний) η απόσβεση (των ταλαντώσεων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > успокоение
-
20 безмятежность
безмятежн||остьж ἡ ἡσυχία, ἡ ἀταραξία, ἡ ἡρεμία.
См. также в других словарях:
ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… … Dictionary of Greek
ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)